Η παραγωγή αυτή πρωτοπαρουσιάστηκε το 2007, μετά από πρόσκληση του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή της ΕΛΣ Στέφανου Λαζαρίδη, στον Νίκο Σ. Πετρόπουλο, ο οποίος μετέφερε τη δράση του έργου στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Ρώμη. Η παράσταση υπογραμμίζει το στοιχείο της βίας και του σαδισμού, ενώ επιτρέπει στα ακραία συναισθήματα να εκφραστούν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Στη Β΄ Πράξη της όπερας ο εκβιασμός της πρωταγωνίστριας από τον λάγνο αξιωματικό Σκάρπια και η σκηνή κατά την οποία η Τόσκα τον φονεύει αποκτούν διαστάσεις θρίλερ. Η ασπρόμαυρη αισθητική της παραγωγής και οι υποβλητικοί φωτισμοί δίνουν στο θέαμα αέρα κινηματογραφικής ταινίας και ειδικότερα παραπέμπουν στις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Ο Στέφανος Λαζαρίδης σημείωνε για την παραγωγή: «Η μετατόπιση του ιστορικού πλαισίου δεν επηρεάζει το βασικό θέμα της όπερας, που αφορά τα συναισθήματα και τις επιθυμίες των τριών βασικών χαρακτήρων. Φιλοδοξεί όμως να φέρει στο νου εικόνες πολύ πιο οικείες σε όλους μας, από συνθήκες που οι παλιότεροι έχουν ζήσει και οι νεότεροι έχουν ακούσει από αφηγήσεις και δει μέσα από ντοκιμαντέρ και τον κινηματογράφο. Συνθήκες οριακές, που αποτελούν τη βάση για τις συγκρούσεις που πραγματεύεται η όπερα του Πουτσίνι». Ο σκηνοθέτης Νίκος Σ. Πετρόπουλος αναφέρει: «Το Φεβρουάριο του 1944, σε μια Ρώμη παρωδία Ανοχύρωτης πόλης, γεμάτη πρόσφυγες, κατασκόπους, διπλούς πράκτορες, πληροφοριοδότες, συνεργάτες Γερμανών, δωσίλογους, βασανιστές, φυγάδες, μέσα στον πάταγο των συμμαχικών βομβαρδισμών, στη συνεχή μετακίνηση, των γερμανικών στρατευμάτων και στο γενικό πανικό, η Τόσκα βρίσκει έναν ιδανικό ιστό για να μας οδηγήσει σε ένα ρεαλιστικό ιστορικό δράμα του 20ού αιώνα».
 
 
Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: Η Φλόρια Τόσκα, μια ντίβα της όπερας, είναι μια γυναίκα παράφορα ερωτευμένη, που ζηλεύει παθολογικά τον σύντροφό της. Ο Βαρόνος Σκάρπια, ένας σκοτεινός άνδρας με απόλυτη εξουσία, ηδονίζεται από τον πόνο των θυμάτων του. Ανάμεσα στους δύο βρίσκεται ο εραστής και αγνός πατριώτης Μάριο Καβαραντόσσι, ο οποίος οδηγείται στον θάνατο, όχι για τις ιδέες του, αλλά επειδή κατέχει την Τόσκα, την οποία ποθεί ο Σκάρπια. Η μηχανή είναι καλά στημένη: απ’ τις παγίδες του Σκάρπια δεν θα ξεφύγει κανείς. Σε αυτό το οπερατικό θρίλερ, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 1900 στη Ρώμη, τα παράφορα πάθη υπογραμμίζονται από την άκρως υποβλητική μουσική του Τζάκομο Πουτσίνι. Από την Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1942, με τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Κάλλας στον ομώνυμο ρόλο. Η Τόσκα είναι το κατεξοχήν έργο του κορυφαίου συνθέτη, που ευθυγραμμίζεται στα ιδεώδη του βερισμού – του ιταλικού κινήματος του νατουραλισμού. Για τον Πουτσίνι ο ρεαλισμός έγκειται στην αγριότητα των καταστάσεων και των εντάσεων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και αποδίδεται από τη μουσική με τρόπο άμεσο, χωρίς αφύσικες ωραιοποιήσεις. Η επιθυμία του συνθέτη ήταν το έργο να μη θυμίζει καθόλου όπερα. Για να το επιτύχει αυτό, προχώρησε σε σοβαρές επεμβάσεις στο ποιητικό κείμενο με στόχο την ανάπτυξη μιας διαρκούς σκηνικής δράσης. Σημασία για τον Πουτσίνι δεν είχαν τόσο τα συναισθήματα των χαρακτήρων του έργου, αλλά κυρίως τα όσα θα καλούνταν να πράξουν: οι κινήσεις του καταζητούμενου Αντζελόττι, η «ανάκριση» του Καβαραντόσσι από τη ζηλότυπη Τόσκα, η επιβλητική είσοδος του βαρόνου Σκάρπια στην Α΄ Πράξη, καθώς και η εντυπωσιακή κατάληξή της, η ανάκριση της Τόσκας από τον Σκάρπια και ο βασανισμός του Καβαραντόσσι στη Β΄ Πράξη, η σκηνή του ωμού ερωτικού εκβιασμού και ο φόνος του Σκάρπια από την Τόσκα, η εκτέλεση του Καβαραντόσσι και η αυτοκτονία της Τόσκας στην Γ΄ Πράξη. Η Τόσκα μιλά για τον έρωτα, τη ζήλια, τη διεστραμμένη λαγνεία, την πίστη στη φιλία. Και παρά το γεγονός ότι ο θάνατος σφραγίζει το έργο, εντούτοις η ουσία της πλοκής του έργου είναι ο αβίωτος διχασμός της ηρωίδας, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα εφιαλτικό δίλημμα. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η Τόσκα παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις δημοφιλέστερες όπερες είναι τα χαρακτηριστικά της κεντρικής ηρωίδας. Η Τόσκα αποτελεί το πρότυπο της οπερατικής ντίβας, τόσο με το τραγούδι όσο και με τη συμπεριφορά της. Όλοι της οι χειρισμοί και τα συναισθήματα στοιχειοθετούν το κατεξοχήν οπερατικό στερεότυπο της ματαιόδοξης λυρικής τραγουδίστριας, παραδομένης στα δυνατά της ένστικτα. Πρωταγωνιστεί, είτε βρίσκεται πάνω στη σκηνή είτε πίσω από αυτή. Στον ρόλο του τίτλου, η σπουδαία υψίφωνος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Τσέλια Κοστέα, η οποία πρόσφατα τον ερμήνευσε με ιδιαίτερη επιτυχία σε Γαλλία (Τουλόν) και Γερμανία (Στουτγάρδη και Ντύσσελντορφ). Στην Εθνική Λυρική Σκηνή, η Κοστέα έχει ερμηνεύσει την Τόσκα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2011 και στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού το 2012 και το 2015, αποσπώντας θετικότατες κριτικές, καθώς και το θερμό χειροκρότημα του κοινού. Στον ρόλο του Σκάρπια κάνει το ντεμπούτο του ο διακεκριμένος Έλληνας βαρύτονος της ΕΛΣ Δημήτρης Τηλιακός, ο οποίος μετά τη μεγάλη επιτυχία της πολυβραβευμένης ηχογράφησης του Ντον Τζοβάννι με τον Θεόδωρο Κουρεντζή και ύστερα από τις ιδιαιτέρως επιτυχημένες εμφανίσεις σε Παρίσι, Μόσχα (Μπολσόι), Βαρκελώνη, Βρυξέλλες, Ζυρίχη, Περμ, Νέα Υόρκη κ.α. επιστρέφει στην ΕΛΣ. Τον Μάριο Καβαραντόσσι ερμηνεύει στην πρώτη διανομή ο διακεκριμένος Τσέχος τενόρος Πάβελ Τσέρνοχ, γνωστός στο κοινό της ΕΛΣ από την ερμηνεία του ρόλου του Πρίγκιπα στην όπερα Ρούσαλκα του Ντβόρζακ το 2009. Μετά το επιτυχημένο του ντεμπούτο στην όπερα του Μονάχου το 2009, ο Τσέρνοχ έχει πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή διαδρομή σε σπουδαία λυρικά θέατρα όπως η Σκάλα του Μιλάνου, η Όπερα του Παρισιού, το Σαν Κάρλο της Νάπολης, η Γερμανική Όπερα του Βερολίνου, η Όπερα της Ζυρίχης, το Ρεάλ της Μαδρίτης, το Μπολσόι, το Φεστιβάλ του Μπρέγκεντς κ.ά. Οι συνεργασίες του με σπουδαίους μαέστρους και σκηνοθέτες της όπερας εντυπωσιάζουν, ενώ στις δύο πιο πρόσφατες παραγωγές του σε Παρίσι και Ρώμη συνεργάστηκε με τον Κριστόφ Βαρλικόφσκι και τον Νταμιάνο Μικελέτο. Στη δεύτερη διανομή, τον Καβαραντόσσι ερμηνεύει ο διακεκριμένος τενόρος της ΕΛΣ Δημήτρης Πακσόγλου. Στον ρόλο του Αντζελόττι ο Τάσος Αποστόλου. Την παραγωγή διευθύνει ο Αρχιμουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Λουκάς Καρυτινός. Την ευθύνη της προετοιμασίας της Χορωδίας της ΕΛΣ έχει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου.
Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός Σκηνοθεσία-σκηνικά-κοστούμια: Νίκος Σ. Πετρόπουλος 26, 28, 31 Ιανουαρίου 2018 4, 6, 9 Φεβρουαρίου 2018 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΑΖΑΡΙΔΗ / ΚΥΚΛΟΣ ΙΤΑΛΙΚΗ ΟΠΕΡΑ Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος Ώρα έναρξης: 20.00 Αναβίωση σκηνοθεσίας: Ίων Κεσούλης Φωτισμοί: Τζουζέππε ντι Ιόριο Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου Φλόρια Τόσκα: Τσέλια Κοστέα Μάριο Καβαραντόσσι: Πάβελ Τσέρνοχ (26, 28, 31/1 & 4/2) – Δημήτρης Πακσόγλου (6, 9/2) Βαρόνος Σκάρπια: Δημήτρης Τηλιακός Νεωκόρος: Βαγγέλης Μανιάτης Τσέζαρε Αντζελόττι: Τάσος Αποστόλου Σαρρόνε: Διονύσης Τσαντίνης Βοσκός: Πέννυ Ρίζου Σπολέττα: Χρήστος Κεχρής Δεσμοφύλακας: Χρήστος Αμβράζης Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία και την Παιδική Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Τιμές εισιτηρίων: 15, 20, 30, 40, 45, 60 ευρώ Φοιτητικό, παιδικό: 12 ευρώ Περιορισμένης ορατότητας: 10 ευρώ
 
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ (ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΛΥΡΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ), ΑΓΝΗ ΜΠΑΛΤΣΑ
 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ, ΣΟΦΗ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ
 ΔΗΜΗΤΡΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΜΑΡΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
 ΛΥΔΙΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΤΟΥΡΑΣ
 ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ
 ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΛΕΝΑ ΣΚΟΥΛΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΗΓΟΣ
 ΦΟΥΛΗ ΧΡΟΝΗ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΟΝΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΟΥΠΟΣ, ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ
 ΕΛΕΝΑ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
 ΑΓΑΠΗ ΣΜΠΩΚΟΥ
 ΝΙΚΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
 ΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ, ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
 ΗΩ ΚΑΛΟΧΡΗΣΤΟΥ, ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
 ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΦ, ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ
 
 
 
ΠΗΓΗ: papadakispress press